- περιστερά
- I
(Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια.IIΟρεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.).* * *η, ΝΜΑ περιστέρα ΝΜ1. το θηλυκό τού πτηνού περιστέρι2. εκκλ. (μόνο στον τ. περιστερά) i) το περιστέρι που, σύμφωνα με τη Βίβλο, έστειλε ο Νώε μετά τον Κατακλυσμό και το οποίο επέστρεψε φέρνοντας ένα κλαδί ελιάς, σύμβολο τού τέλους τής κοσμικής καταστροφήςii) αρχαιοχριστιανική συμβολική παράσταση τού Αγίου Πνεύματος, η οποία βασίζεται στις ευαγγελικές διηγήσεις τής βάπτισης τού Χριστού, σύμφωνα με τις οποίες την στιγμή εκείνη η παρουσία τού τρίτου προσώπου τής Αγίας Τριάδας δηλώθηκε με την μορφή περιστεριούνεοελλ.1. αστρον. μικρός νότιος αστερισμός, που βρίσκεται μεταξύ τών αστερισμών τού Οκρίβαντος, τής Πρώρας, τού Μεγάλου Κυνός, τού Λαγού και τού Γλυφειού και ο οποίος αποτελείται κυρίως από αμυδρούς αστέρες2. φρ. «υποκρίνεται την αθώα [ή τη λευκή] περιστερά» — παριστάνει τον αθώονεοελλ.-μσν.κολακευτική και θωπευτική προσφώνηση ωραίας ή αγαπημένης γυναίκας ή μικρού κοριτσιού (α. «έχεις και κόρην όμορφη, σαν περιστέρα πλουμιστή» — κάλανταβ. «περιστέρα [ή περιστερά] μου!»)μσν.στον πληθ. αἱ περιστεραίεκκλ. κάλυμμα τού κεφαλιού τών έγγαμων πρεσβυτέρων κατά την τουρκοκρατία, το οποίο απαρτιζόταν από τέσσερα τριγωνικά ισοσκελή κομμάτια υφάσματος που ενώνονταν στην κορυφή και πίσω στον αυχένα και τα οποία στο πίσω μέρος κατέληγαν σε σχήμα ουράς περιστεριούαρχ.(γενικά) το πουλί περιστέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ορθός είναι ο αμάρτυρος τ. *πελιστερά, ο οποίος εσφαλμένα διορθώθηκε σε περιστερά λόγω τού ότι το -λ- θεωρήθηκε προϊόν ανομοίωσης. Κατά την άποψη αυτή, ο τ. *πελιστερά έχει σχηματιστεί από το θ. τών λ. πελιός «μαυροκίτρινος, πελιδνός», πέλεια «άγριο περιστέρι» με κατάλ. -τερο-ς και μπορεί να συνδεθεί με το περσ. kabōtar «μπλε (περιστέρι»), που εμφανίζει την ίδια κατάλ. Έχουν διατυπωθεί, επίσης, και άλλες απόψεις, όπως η σύνδεση τής λ. με την πρόθεση περί ή με τη λ. φορκός «λευκός, πολιός», οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνται πιθανές. Ο τ. περιστέρα, τέλος, < περιστέρι(ον) + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, μαχαίρ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.